περικλεής

περικλεής
-ές, ΝΑ
τρισένδοξος, πολύ φημισμένος, ξακουστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + -κλεής (< κλέος «δόξα»), πρβλ. επι-κλεής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Περικλεής — Περικλέης masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικλεής — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περικλέης — masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικλεέστερον — περικλεής adverbial comp περικλεής masc acc comp sg περικλεής neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικλεεστέρων — περικλεής fem gen comp pl περικλεής masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικλεεῖς — περικλεής masc/fem acc pl περικλεής masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικλεές — περικλεής masc/fem voc sg περικλεής neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικλεέστατα — περικλεής adverbial superl περικλεής neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περικλῆς — Περικλέης masc voc sg (doric aeolic) Περικλέης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περικλέα — Περικλέης masc acc sg (epic ionic) Περικλέᾱ , Περικλέης masc acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”